Το πρώτο Κυριακάτικο πρωινό, του Καλοκαιριού. Καθόμαστε στο μπαλκόνι. Ο Μάριος παίζει με τις πλαστελίνες του.
Εγώ πίνω τον καφέ μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Η αδελφή μου. Ναι, ναι αυτή που με άφησε μόνη εδώ, σαν άλλο Καλουτάκι, να κάνω μια πορεία μοναχική... Γύρνα άπονη, θα φαρμακωθώ! Λέμε τα νέα μας. Μέσα σε όλα, μου είπε πως πέθανε η μαμά του φίλου μας, του Δημήτρη. Κι έτσι, χάλασε η πρώτη μέρα του Ιουνίου για μένα. Ό,τι κι αν έκανα το μυαλό μου γύριζε εκεί... Στον θάνατο, στον αποχωρισμό, στο πένθος. Φυσώντας ξεφυσώντας, πέρασε η μέρα. Ευτυχώς είχαμε καλή παρέα, φάγαμε τα είπαμε και ξέφυγα λίγο. Πόσο να αντέξω όμως; Δεν φημίζομαι για την συναισθηματική μου ευελιξία. Κολλάει και δεν ξεκολλάει. Η παλιά καλή λύση, να πιάσω βελονάκι. Και για να τον ξορκίσω, τον ρημάδα, ξεκινάω κουβέρτα!
Ξέρεις, για να την τελειώσω θα μου πάρει χρόνια, οπότε πρέπει να ζήσω να την δω στρωμένη! Χαχαχα πόσο παιδαριωδώς σκέφτομαι... Θυμάμαι την γιαγιά μου στα τελευταία της. Τα βράδια ξαγρυπνούσε. Κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Γιατί δεν κοιμάσαι γιαγιά μου, της έλεγα. Γιατί πούλι ΄μ το βράδυ έρχεται ο χάρος, δεν κοιμάμαι να μην έρθει και με πάρει στον ύπνο μου. Βέβαια ο Χάρος, που ώρες δεν κοιτά, την πήρε στις δώδεκα το μεσημέρι, που έκλεισε τα μάτια της να ξαποστάσει από το ξενύχτι. Αααα ωραίο τρόπο βρήκα να καλωσορίσω το Καλοκαίρι. Αισιόδοξα, κεφάτα, να σας φτιάξω κι εσάς την διάθεση (όπου φύγει φύγει)! Έφτιαξα κι ένα σουβέρ για τον καφέ της παρηγοριάς εγώ. Εσείς πιείτε κανένα δροσερό κοκτέιλ!
Και για να μην κλείσω έτσι "μαύρα", θα δανειστώ μια στιγμή του γιόκα μου, που είναι ο πιο δυνατός λόγος να παραμένω αισιόδοξη. Καθόμαστε ξανά μανά στο μπαλκόνι και ο Μάριος οδηγεί το αυτοκινητάκι με ταχύτητα και πέφτει πάνω στο καρεκλάκι του.
-Παιδιά βοήθεια τράκαρα, αστυνομία βοήθειαααα! Θα με βοηθήσει, η αστυνομία; Μαμά που πήγε ο μπαμπάς;
-Στην τουαλέτα αγόρι μου.
-Παιδιά βοήθεια η αστυνομία πήγε να κατουρήσει...
Σας γλυκοφιλώ
Ειρήνη