Που είχαμε μείνει; Α ναι, σε ΄κείνο Σάββατο, που ξεκινήσαμε περιχαρείς για τις πολυπόθητες διακοπές. Το ταξίδι μακρύ και η λαχτάρα μεγάλη. Μεγάλη και η γκρίνια του μικρού.
- Μαμά φτάσαμε;
- Όχι αγάπη μου έχουμε πολύ δρόμο ακόμη. Αυτό το ταξίδι είναι μακρινό, ας κάνουμε λίγη υπομονή.
- Δηλαδή μαμά, είναι adagio αυτό το ταξίδι;
Adagio δεν θα πεις τίποτα, και η γκρίνια του crescendo. Με τα πολλά (παράπονα) φτάσαμε. Χαρές, αγκαλιές, γέλια, παιχνίδια με τα ξαδερφάκια. Η καλύτερη του. Ευχαριστήθηκε η ψυχή του βόλτες και συναναστροφές. Τα παιδιά των παιδικών μου φίλων, φίλοι πια του γιου μου.
Ένα μεσημέρι που όλοι κοιμόταν στο σπίτι, αυτός γύριζε ανυπόμονα περιμένοντας το απόγευμα:
- Μαμά έφυγε το μεσημέρι;
- Γιατί ρωτάς αγάπη μου;
- Για να πάμε σε κανένα σπίτι, μανούλα.
Όλα τα σπίτια ανοιχτά για την αφεντιά του. Και για μας φυσικά, δεν μπορώ να πω. Χαρήκαμε κι εμείς πολύ με τους ανθρώπους μας. Ποτό, φαγητό, κουβέντα και πολύ γέλιο. Ξενυχτούσα με τους φίλους και ξημέρωνα με την νύφη μου, στο μπαλκόνι. Τόσο κουβεντολόι πια, που θα μείνω αμίλητη για καμιά εβδομάδα.
Επισκεφτήκαμε και την τελευταία κατοικία του Θανάση μας.
- Καθόλου δεν μου άρεσαν τα νήματα (μνήματα) μαμά. Γιατί κοιτούσες την φωτογραφία και έκλαιγες μέσα στα γυαλιά σου; Που ήταν ο Θανάσης, ε;
- Στον ουρανό πουλάκι μου.
Γυρίζει το κεφάλι στον ουρανό:
- Δεν τον βλέπω μαμά, δεν είναι στον ουρανό είναι στον πρώτο (όροφο) εκεί μένει, πάμε να τον δούμε, να παίξουμε...
Πήγαμε και στην Σαλονίκη. Η θεία Σόφη μας περιποιήθηκε, βασιλικά. Το σπίτι της ήταν η στάση μας, στον δρόμο για την Χαλκιδική, όπου πήραμε τα μπάνια μας για πέντε ημέρες. Εκεί μας περίμενε η βίλα-κοτέτσι της οικογενείας. Ο Μάριος ήθελε και τον μεγάλο ξάδερφο μαζί του.
- Μαμά θέλω να έρθει και ο Κωσταντίνος μου
Πήραμε την άδεια των γονιών και οι δυο τους ήταν αχώριστοι. Κολύμπησαν, έφτιαξαν πύργους στην άμμο, έπαιξαν σαν τρελοί στην ανοιχτωσιά. Για δύο μέρες είχαμε παρέα, την Σόφη και τον Γιάννη και φυσικά τον βενιαμίν μας, τον Λευτεράκη. Ο οποίος μετονομάστηκε για άλλη μια φορά. Από Πιτσί-Τετέ-Τετέη, απέκτησε πια,την επίσημη ονομασία Κάτζαρος (εκ του καλικάτζαρος). Η κάργια η αδερφούλα μου ξέχασε τα δικά της, που ήταν ο βελζεβούλ προσωποποιημένος, και τα έχει βάλει με το παιδάκι της. Δεινός κολυμβητής ο Κάτζαρος, όπως και ο Μάριος άλλωστε. Με τις σαμπρέλες τους, θαλασσόλυκοι τα μωρά μου. Ο Κωσταντίνος κολυμπούσε άψογα. Κάποια στιγμή του λέω:
- Μπράβο αγάπη μου κολυμπάς υπέροχα.
- Αφού πήγαινα στο κολυμβητήριο βρε θεία.
Μάριος:
- Κι εγώ πήγαινα στο κολυμβητήριο και ήξερα τέλειο κολύμπι παιδιά.
- Αλήθεια; Πότε αγόρι μου;
- Όταν ήμουν 65 χρονών μαμά ...
Η κορυφαία στιγμή των διακοπών βέβαια, είναι η εξής:
Είμαστε στην θάλασσα και το παιδί μου:
- Μαμά μου πανέμορφη, είσαι σαν γοργόνα.
- Μήηηπως με βλέπεις σαν γοργόνα επειδή με αγαπάς πουλάκι μου; Μήηηπως αν δεν μ΄αγαπούσες με έβλεπες σαν θαλάσσιο ελέφαντα;
- Τι λες βρε μαμά, ο ελέφαντας φοράει γκρι.
Κατάλαβες; Αν θέλεις να δείχνεις γοργόνα, ποτέ γρι μαγιό, αυστηρά!
Μ΄αυτά και μ΄εκείνα γυρίσαμε σπίτι. Δεν μπορώ να πω πως ξεκουράστηκα, αλλά ξέσκασα και αυτό μου φτάνει. Πίσω στην πραγματικότητα μας, που με αγχώνει γιατί με περιμένει μια ιατρική εξέταση. Και με φοβίζει. Αλλά κι αυτό θα περάσει. Γιατί είμαι δυνατή και χαβαλετζού και αβασάνιστη... Έτσι πιστεύουν κάποιοι άνθρωποι, γι αυτούς που δεν τους αρέσει να κλαίγονται και να περιφέρουν το πρόβλημα τους δεξιά κι αριστερά... Επίσης, αν δεν κάνω λάθος, υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν να ευχαριστηθούν τίποτα απ΄ ότι τους δώθηκε και έχουν πάθει εμμονή μ΄αυτά που δεν έχουν. Αλλά μασάει η αβασάνιστη; Είμαι καλά, γιατί θέλω να είμαι καλά. Και μάλιστα, τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής μου, ΠΡΕΠΕΙ να είμαι καλά. Γιατί είμαι γοργόνα και οι γοργόνες, εκτός του ότι δεν φορούν γκρι, είναι και άτρωτες!
Θα τολμήσω να ευχηθώ ολόψυχα, καλό Φθινόπωρο σε όλους! Ναι, γιατί δεν είναι κακό να φεύγουν οι εποχές, αρκεί να τις βλέπουμε να εναλλάσσονται και να μας βρίσκουν γερούς και ευχαριστημένους!
Σας γλυκοφιλώ
Ειρήνη